- παλίνουρος
- I
Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ίασου, πηδαλιούχου του Αινεία, που πνίγηκε στη Μεσόγειο και τάφηκε στην Κάτω Ιταλία στο ακρωτήριο που έχει το όνομά του. Στον τόπο που έγινε η ταφή του οι κάτοικοι τον τιμούσαν ως θεό.IIΟνομασία 2 υφάλων της Ερυθράς. Το όνομά τους δεν οφείλεται στον ομώνυμο μυθολογικό ήρωα αλλά στην παρουσία εκεί χιλιάδων μαλακοστράκων που ονομάζονται παλίνουροι. Η μια ύφαλος βρίσκεται στον κόλπο του Άντεν και ονομάζεται στα αραβικά Αμπντ ελ Χούρι, και η άλλη στα ανατολικά παράλια της Ερυθράς και ονομάζεται στα αραβικά Σαμπ Σοϊάμπα.* * *(I)οζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών που ανήκει στα βαδιστικά μακρόουρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. palinurus (< πάλιν + ουρά)].————————(II)παλίνουρος, -ον (Α)(λογοπαίγνιο για το κύριο όν. Παλίνουρος) αυτός που ουρεί εκ νέου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + οὐρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.